δυσεντεριώδεα — δυσεντεριώδης ill with dysentery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντεριώδεις — δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem acc pl δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντεριωδέων — δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντεριωδῶν — δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντεριώδεες — δυσεντεριώδης ill with dysentery masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek